- νταλώνω
- μετ. вызывать головокружение; оглушать;
νταλώνομαι — испытывать головокружение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταλώνομαι — испытывать головокружение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταλώνω — 1. προκαλώ ζάλη σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον 2. μέσ. νταλώνομαι πάσχω από σκοτοδίνη ή από ίλιγγο, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐνταλώνω ομαι «σκοτεινιάζω, ζαλίζομαι» με σίγηση τού αρχικού φωνήεντος] … Dictionary of Greek
νταλοδέρνω — 1. χάνω τη σταθερότητα μου στο βάδισμα, τρικλίζω 2. παραδέρνω, βολοδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. από συμφυρμό τών νταλώνω + δέρνω] … Dictionary of Greek